καταβοώ

καταβοώ
(α) 1. μετ. освистать, ошикать (кого-л.);
2. αμετ. издавать неодобрительные возгласы, кричать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "καταβοώ" в других словарях:

  • καταβοώ — (AM καταβοῶ, άω) 1. φωνάζω δυνατά, κραυγάζω («οὐ μόνον βοᾱν, ἀλλ ἤδη καὶ καταβοᾱν», Φίλ.) 2. καταφέρομαι εναντίον κάποιου από αγανάκτηση, αποδοκιμάζω με φωνές («κατεβόων ἐλθόντες τῶν Ἀθηναίων ὅτι σπονδάς τε λελυκότες εἶεν», Θουκ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • καταβοῶ — καταβοάω bawl pres imperat mp 2nd sg καταβοάω bawl pres subj act 1st sg (attic epic ionic) καταβοάω bawl pres ind act 1st sg (attic epic ionic) καταβοάω bawl pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) καταβοάω bawl pres ind act 1st sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοώ — (Ι) ( άω) (AM βοῶ, άω) 1. κραυγάζω, φωνάζω 2. (για πράγμα) σχεδόν βγάζω φωνή, είμαι ολοφάνερος 3. φρ. «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» για συμβουλές που δεν λαμβάνονται καθόλου υπ όψιν νεοελλ. φρ. «ἐν τῇ παλάμη καὶ οὕτω βοήσομεν» αν δεν καταβληθεί… …   Dictionary of Greek

  • καταβόησις — καταβόησις, ἡ (AM) [καταβοώ] το να κραυγάζει κάποιος εναντίον κάποιου, η κατακραυγή, η αποδοκιμασία («ἐν αιτίαις ἧν καὶ καταβοήσεσιν, ὡς οὐ καίσαρα καταστρατηγῶν, ἀλλὰ τὴν βουλήν», Πλούτ.) αρχ. 1. κακή φήμη 2. μεγαλόφωνη κραυγή, αναγγελία με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»